Απ' τις πράσινες πλαγιές του Παγγαίου
κατηφορίζω στη γαλήνια θάλασσα του Παύλου.
Ηρέμισε κάπως η ψυχή μου,
μα το ξέρουμε καλά πως έιναι μονάχα για λίγο.
Με την αρμύρα των κυμάτων και πάλι παλεύω.
Ναυαγός της ζωής σε μια σχεδία, πρόχειρα φτιαγμένη.
Αντίπαλος με τα κύματα, ψάχνω για νέες ακτές.
Αυτές πάντα μου έδιναν τα δέντρα για νέες σχεδίες.
Εδώ που έχω φτάσει, η σχεδία δεν μου φτάνει.
Πλέον χρειάζομαι καράβι ολόκληρο.
Απέναντι στα κύματα, νικήτης σκοπεύω να βγω.
Έχω αντίκρυ τον ήλιο, βοηθό και οδηγό.
Μα τρέμω. Τρέμω μήπως σκοτινιάσει και πάλι.
Είναι άγριο και απάνθρωπο το σκοτάδι.
Ειδικά αν είσαι μόνος.
Τι χρειάζομαι πλέον. Ένα καραβι.
Έμαθα από τα τσακίσματα της σχεδίας,
να κουμαντάρω τα πλεούμενα.
Δεν είμαι αρχικαπετάνιος αλλά μπορώ να κολυμπώ.
Ένα καράβι λοιπόν και ένα χέρι.
Ένα χέρι παντοτινό για το σκοτάδι...
Δευτέρα, Ιουλίου 23, 2007
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου